Ήμασταν στην Πούντα. Στέκαμε γραμμή για να
μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα
πετούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η
αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν
μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς
βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Το
πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς ως την άλλη. Τι
να κάνει; Το ’βαλε σε μιάν ακρούλα. «Ζήσε, κόρη μου,
για τα άλλα σου παιδιά» της είπε η μάνα της. […]
Η Έξοδος, τ. Α΄, Αθήνα 1980
(Μαρτυρία Άννας Καραπέτσου)
Πόνος – Στενοχώρια – Θλίψη, για μια ολόκληρη γενιά
που κάηκε και αναγεννήθηκε από τις στάχτες της.
Ενός Λεπτού Σιγή για τις Ψυχές τους που ακόμα μένουν
ξύπνιες και τη σκοτεινιά φωνάζουν για ελπίδα.