100 χρόνια Μικρά Ασία – Επετειακή Έκθεση

 Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά των προσφύγων, οι προφορικές παραδόσεις και τα έθιμά τους, μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, φτάνοντας έως τις μέρες μας φορτωμένα με αναμνήσεις. 

 Η μουσική τους παράδοση, το Σμυρνέϊκο τραγούδι σε σύζευξη με το  ρεμπέτικο,  δημιουργούν το αστικό μουσικό είδος μετά το 1922. Η μουσική και το τραγούδι μεταδίδουν και σε μη προσφυγικές ομάδες, αλλά και στις επόμενες γενιές, το αίσθημα της απώλειας, της νοσταλγίας και της προσφυγιάς. 

 Η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες, οι μνήμες από μια ευτυχισμένη προηγούμενη ζωή και ο καημός της προσφυγιάς διαπερνούν και το έργο των λογοτεχνών της Γενιάς του ‘30. Κοινός τόπος στη λογοτεχνία, που αναφέρεται στην Καταστροφή και τις συνέπειές της, είναι από τη μια μεριά η αναπαράσταση των προσφύγων ως ανθρώπων ταλαιπωρημένων από τις κακουχίες και από την άλλη η προβολή της ελληνικότητάς τους και της σύνδεσής τους με τους Ελλαδίτες «αδελφούς» τους. 

Ανάλογο ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης διαδραματίζουν και οι εικαστικές τέχνες. Η τραυματική εμπειρία της προσφυγιάς αποτυπώνεται από τον κινηματογραφικό και τον τηλεοπτικό φακό μέσα από ντοκιμαντέρ, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, αποκτώντας συμβολική αξία στη συλλογική μνήμη όχι μόνο των προσφύγων αλλά ολόκληρου του ελληνικού έθνους. 

 Παράλληλα,η  μικρασιατική κουζίνα γνωστή για τις έντονες μυρωδιές και γεύσεις της, νοστιμίζει κι άλλο την ελληνική κουζίνα, προσθέτοντας συνταγές, τεχνικές, μπαχαρικά και πρώτες ύλες της ανατολής. Γλυκίσματα και σιροπιαστά κάνουν την θριαμβευτική τους είσοδο στα ελληνικά σπίτια και ζαχαροπλαστεία.

 

Image
Image

Μουσική από τη Μικρά Ασία και το Ρεμπέτικο

Η έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα συνέπεσε χρονικά με την διάδοση του φωνόγραφου στην Ανατολική Μεσόγειο. Όσοι πρόσφυγες ήταν μουσικοί βρήκαν δημιουργικό καταφύγιο στις δισκογραφικές εταιρείες είτε ως εκτελεστές ή συνθέτες, αλλά και ως καλλιτεχνικοί διευθυντές τους. Η πείρα και οι γνώσεις που είχαν ξεπερνούσαν τις δυνατότητες των ντόπιων μουσικών και γι’ αυτό ήταν και περιζήτητοι. Τα μουσικά είδη που καλλιεργούσαν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Έλληνες της Σμύρνης ήταν το ελαφρό και επιθεωρησιακό τραγούδι, καθώς και οι καντάδες, τα «ρεμπέτικα» - τραγούδια σε παραδοσιακά μοτίβα και στίχους προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη νοοτροπία των λαϊκών πληθυσμών των πόλεων. Οι ρυθμοί τους ήταν συχνά χορευτικοί με επικρατέστερους τους μπάλο, χασάπικο, ζεϊμπέκικο, καρσιλαμά και τσιφτετέλι - και οι αμανέδες, που μουσικά ταυτίζονταν με τα τουρκικά γκαζέλ. Ο αμανές είναι μακρόσυρτο τραγούδι βασισμένο σε οθωμανικές και βυζαντινές κλίμακες. Τα δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα τους μιλούν για τις δυσκολίες της ζωής, όπως η αρρώστια, η φτώχεια, η ξενιτιά, η ερωτική απογοήτευση κλπ.

Μετά το 1922,  τα παραπάνω μουσικά είδη διαδίδονται χάρη στον φωνόγραφο σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες - και όχι μόνο προσφυγικές. Πολλοί από τους στίχους των τραγουδιών των προσφύγων προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της ζωής με συνέπεια να δημιουργηθούν τραγούδια σε σμυρναίικο ύφος και με αναφορές όχι πια στην παλιά πατρίδα, αλλά στη νέα.

Image

Κιθάρα, 20ος αι. (Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, ευγενική παραχώρηση Κωνσταντίνου Νίγδελη)

Image

Ξύλινα Κουτάλια -Κρόταλα

Χορός στη Μικρά Ασία και στα νησιά του Αιγαίου. Κόνιαλης σημαίνει «από το Ικόνιο» (Κόνια, στα τούρκικα). Ο Κόνιαλης είναι κράμα Συρτού και Χασάπικου.  Το Κόνιαλι χορεύεται με μικρά-μικρά βήματα με όλο το πέλμα κάτω. Ο βηματισμός είναι αλλαγή βήματος. Οι χορευτές αντικρύζονται, ζυγιάζονται με τα μάτια, και ξεκινάνε. Ο ένας πάει μπροστά και ο άλλος οπισθοχωρεί, και το αντίθετο (γκιντίομγκελίορ), μετά αλλάζουν θέση και ξανά αλλάζουν θέση, κάνουν ένα κύκλο κοντά-κοντά ο ένας στον άλλο, μπορεί να κάνουν και πλάτη – πλάτη. Ήταν γνωστός σε ολόκληρη την Μικρά Ασία. Στον ελληνικό κόσμο, συναντιόταν σε διάφορες παραλλαγές, ως “Κόνιαλι” στην Καππαδοκία, τραγουδισμένο στα τούρκικα, ως οργανικός καρσιλαμάς στα παράλια Μ. Ασίας και Πόντου, ως μιμητικός, σατυρικός “Λαΐσιος” χορός στους Μάρηδες Έβρου, ως “Κουτσός ή Αϊντίνκους” στην Νέα Βύσσα Έβρου, ως Ατσίκ Χαβασί των Γκακαβούζηδων στα Χρυσοχώραφα Σερρών, ως το τραγούδι “Η Βράκα” σε Δωδεκάνησα και Κύπρο, ως το “Γιαβρί” στη Λέρο, ως ελληνόφωνη διασκευή από τη Ρόζα Εσκενάζυ τη δεκαετία του ’20.

Ποντιακή Μουσική

Ο Πόντος ανέπτυξε μια ενδιαφέρουσα μουσική παράδοση, η οποία διατηρείται ακμαία μέχρι και σήμερα. Η ιστορία της ποντιακής μουσικής θεωρείται πως ξεκινά στα βυζαντινά χρόνια, με τα έπη των Ακριτών (ακριτικά τραγούδια). Τα πιο βασικά στοιχεία που συνθέτουν το ποντιακό τραγούδι είναι η ποντιακή διάλεκτος και η ορχηστρική του συνοδεία από λύρα, τον άσκαυλο (αγγείον), αυλό (γαυάλ’ ή χνειλ»ιάυρ’), ζουρνά, κεμανή, καθώς και βιολί που συνοδεύεται από ούτι (Δυτικός Πόντος). Επίσης και από κλαρίνο με την συνοδεία ακορντεόν (Καύκασος). Τα μη οργανικά τραγούδια χωρίζονται στα καθιστικά ή επιτραπέζια, όπου συνοδεύει την ανθρώπινη φωνή μόνον η λύρα και στα χορευτικά, όπου η λύρα ή το άλλο όργανο και το τραγούδι συνοδεύονται από το νταούλι. Οι χαρακτηριστικότεροι Ποντιακοί ρυθμοί είναι:

 

  • Ο δίσημος (όπως στο τραγούδι «Σαράντα μήλα κόκκινα»).
  • Ο εννεάσημος (9/16) [(2+2)+2+3] (χορός Εμπροπίς).
  • Ο εννεάσημος (9/8) επίσης αλλά με διαφορετική δομή απ’ ότι ο παραπάνω (2+2+2+3) (χορός Διπάτ’ ή Ομάλ Τραπεζούντας).
  • Ο τρίτος εννεάσημος (9/16) (2+3+2+2) (χορός Τικ σο γόνατον).
  • Καθώς και ο επτάσημος (7/16) {(2+2)+3] (χοροί Τικ τρομαχτόν, Σέρρα κ.λ.π.).

Ηλίας βενέζης

Νίκος Καζαντζάκης

Λογοτεχνία

Στη λογοτεχνία των προσφύγων δοκιμάζονται οι πρώτες μνήμες του ξεριζωμού και των συλλογικών τραυμάτων. Οι πεζογράφοι με καταγωγή από τη Μικρά Ασία γίνονται μάρτυρες των θλιβερών γεγονότων καταγράφοντας, σχολιάζοντας και περιγράφοντας με τον πιο πειστικό τρόπο τις εντυπώσεις τους από όσα άκουσαν και όσα έζησαν οι ίδιοι για τις χαμένες πατρίδες και την προσφυγιά, αλλά και την καχυποψία και πολλές φορές εχθρότητα από την πλευρά των ντόπιων. Οι εικόνες από τις πατρίδες που εγκατέλειψαν, ο πόλεμος, αλλά και οι ευτυχισμένες στιγμές, ακολουθούσαν εκείνους οι οποίοι έγιναν μετέπειτα συγγραφείς ή ποιητές, και καθόρισαν τη θεματική του λογοτεχνικού έργου τους. Ο πόνος, ο φόβος, η πίκρα,οι δυσκολίες, η αποδοχή του διαφορετικού και η αναγνώριση της προσφοράς των Ελλήνων που έφυγαν από τις πατρίδες τους είναι μερικά από τα συστατικά τα οποία δίνουν την ταυτότητα στο έργο πολλών συγγραφέων που αναφέρονται σε όσα έζησαν οι ίδιοι ή άκουσαν να τους διηγούνται άλλοι για τη ζωή στη Μικρά Ασία, στον Πόντο, στην Τουρκία εν γένει. Μέσω των μυθιστορημάτων τους κρατούν ζωντανή τη μνήμη γιατί γνωρίζουν καλά ότι υπάρχει κάτι όσο το θυμόμαστε. Οι πρώτοι λογοτέχνες του Μεσοπολέμουσυ με καταγωγή από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη είναι: οι Αντώνης Βουσβούνης, Γιώργος Θεοτοκάς, Θράσος Καστανάκης, Μενέλαος Λουντέμης, Πέτρος Πικρός, Τατιάνα Σταύρου και Μαρία Ιορδανίδου από την Κωνσταντινούπολη, οι Κοσμάς Πολίτης και Παύλος Φλώρος από τη Σμύρνη, οι Ηλίας Βενέζης και Φώτης Κόντογλου από το Αϊβαλί (Κυδωνίες), ο Τάσος Αθανασιάδης από το Σαλιχλί (Σάρδεις), ο Στρατής Δούκας από τα Μοσχονήσια και η γεννημένη στο Αϊδίνι Διδώ Σωτηρίου. Οι μικρασιάτες ποιητές είναι αρκετά λιγότεροι: Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Βουλγαρίδης και Απόστολος Μαγγανάρης από τη Σμύρνη και οι Απόστολος Μελαχρινός, Κλέαρχος Στ. Μιμίκος, Αλέξανδρος Μπάρας, Κώστας Ουράνης, Ιωσήφ Ραυτόπουλος και Γιώργος Σαραντάρης, οι οποίοι είχαν γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Ανατολικής Θράκης.

Διδώ Σωτηρίου

Κοσμάς Πολίτης

Στρατής Δούκας

Φώτης Κόντογλου

Εικαστικές Τέχνες

Οι εικαστικές τέχνες εξέφρασαν τον πόνο της μικρασιατικής συμφοράς, μέσω του Φώτη Κόντογλου, τον Σμυρνιό ζωγράφο Γιώργο Σικελιώτη και τον γλύπτη Βάσο Καπάνταη, ο οποίος γεννήθηκε το 1924 στη Μυτιλήνη από γονείς Μικρασιάτες της Περγάμου.

Image

Η Κουζίνα της Μικράς Ασίας

Νέες μυρωδιές, γεύσεις και πρωτόγνωρα υλικά εισάγονται στην ελληνική κουζίνα με την έλευση των προσφύγων. Φαγητά και γλυκά με παράξενες ονομασίες, όπως πιροσκί, γαλοσίρβ΄, κορκοτοσίρβ΄, ντάρμπι, μπλιγούρι πιλαβί, ιμάμ μπαϊλντί, πουν΄ντούς, μαν΄τού, αργιαλού φαΐ, ισλί, καζάν ντιπί και άλλα  κάνουν την εμφάνισή τους.

Στους προσφυγικούς συνοικισμούς επικρατούν διαφορετικά φαγητά, ανάλογα με την περιοχή προέλευσης των προσφύγων που είναι εγκατεστημένοι σε αυτούς. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαφοροποίηση των συνταγών και γεύσεων παίζουν τα τοπικά προϊόντα, οι γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες καθώς και οι γεύσεις των άλλων εθνοτικών ομάδων με τις οποίες συμβίωναν οι προσφυγές στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Στην κουζίνα της Καππαδοκίας, το σιτοβολώνα της Μικράς Ασίας, επικρατούν τα σιτηρά, το ψωμί, το πλιγούρι, ο τραχανάς, οι πίτες και άλλα. Τα παστά κρέατα, ο παστουρμάς και τα σουτζούκια, όπως και τα τουρσιά λαχανικών αποτελούν διαδεδομένη πρακτική για την διατήρηση των κρεάτων και λαχανικών καθ΄όλη τη διάρκεια του χειμώνα.  Στην κουζίνα των παραλίων της Μικράς Ασίας η γεύση είναι διαφορετική. Το ελαιόλαδο και η άμεση πρόσβαση στη θάλασσα, δημιουργούν μια κουζίνα πιο ελαφριά. Όστρακα, ψάρια, φρέσκα λαχανικά, πίτες και σάλτσες, αλλά και νωπό κρέας σερβίρονται στο οικογενειακό τραπέζι. Στον Πόντο η πρόσβαση, τόσο σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, όσο και στη θάλασσα, δημιουργεί μια κουζίνα πλούσια, τόσο σε σιτηρά, όσπρια, φρούτα, όσο και σε ψάρια, όπως η παλαμίδα και τα χαψία (γαύρος), ενώ το κρέας συνηθίζεται στις Κυριακές και εορτές. Ταυτόχρονα, τα εμπορικά κέντρα  σε Τραπεζούντα, Κερασούντα και Σαμψούντα, εμπλουτίζουν την ποντιακή κουζίνα με ρωσικές γευστικές επιρροές.

Οι νέες αυτές γεύσεις, οι μυρωδιές, τα χρώματα από την πληθώρα των μπαχαρικών της Ανατολής, εμπλουτίζουν σταδιακά αλλά σταθερά την ελληνική γαστρονομία. Αποτέλεσμα, η δημιουργία μια νέας «συνταγής», που διαμόρφωσε την ελληνική κουζίνα. Μιας συνταγής «καρυκευμένης» με τον πόνο του ξεριζωμού, τις μνήμες της προσφυγιάς, τη νοσταλγία για την πατρώα γη αλλά και τον επιτυχημένο αγώνα για επιβίωση. 

Image
  • Ακουστική ξενάγηση ενότητας
0:00 / 0:00
Η προσφυγιά στις τέχνες και τα γράμματα