Η “Νέα” Ζωή
Το 1923 δημιουργήθηκε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων που ανέλαβε κατά προτεραιότητα την αγροτική αποκατάσταση και δευτερευόντως την εγκατάσταση των προσφύγων στις πόλεις. Η λειτουργία της ΕΑΠ σηματοδοτεί την έναρξη της προσπάθειας, όχι μονο για τη μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων, αλλά και για τη στέγαση και την απασχόλησή τους.
Η ΕΑΠ δημιούργησε 1.381 πρότυπους αγροτικούς οικισμούς στη Μακεδονία και 236 στη Θράκη, με 552.000 πρόσφυγες συνολικά. Διένειμε στους πρόσφυγες κλήρους 35 στρεμμάτων καλλιεργήσιμης γης, εργαλεία, σπόρους, ζώα, λιπάσματα για την καλλιέργεια των χωραφιών κι έχτισε αγροτικές κατοικίες με δύο κύρια δωμάτια, στάβλο και βοηθητικούς χώρους. Επίσης στέγασε πρόσφυγες στις κατοικίες των μουσουλμάνων που αναχώρησαν για τη Μικρά Ασία. Οι πρόσφυγες βάφτισαν τα νέα τους χωριά με το όνομα των πατρίδων τους.
Στη Θεσσαλονίκη, η ΕΑΠ δημιούργησε ημιαγροτικού χαρακτήρα συνοικισμούς στην Αρετσού, τη Νέα Κρήνη, τη Νέα Ευκαρπία, το Νέο Κορδελιό, τη Νέα Μενεμένη, τη Νέα Βάρνα κ.ά. Καθαρά αστικούς συνοικισμούς δημιούργησε στις Συκιές και στη Νέα Μαλακοπή. Η Πρόνοια δημιούργησε αστικούς συνοικισμούς στου Βότση (πρώην Κάμπελ), την Καλαμαριά, το Καραμπουρνάκι, την Πολίχνη, τη Σταυρούπολη, το Ελευθέριο, την Τούμπα, την Τριανδρία, την Καλλιθέα, τη Νεάπολη και τους Αμπελόκηπους. Συνεταιρισμοί προσφύγων δημιούργησαν συνοικισμούς στις Σαράντα Εκκλησιές και στο Βυζάντιο. Η ιδιωτική προσφυγική πρωτοβουλία δημιούργησε τους συνοικισμούς Χαριλάου, Αναγέννησης στην οδό Λαγκαδά και Αγίου Νικολάου στο Καραμπουρνάκι. Τέλος, δημιουργήθηκαν αυθαίρετοι οικισμοί όπως η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, ο Άγιος Παύλος και η Ακρόπολη. Πρώτο μέλημα των προσφύγων στα νέα τους σπίτια, ο αγιασμός, ως επιστέγασμα της καινούργιας αρχής. Στους συνοικισμούς αυτούς τις επόμενες δεκαετίες άρχισαν να κτίζονται προσφυγικές κατοικίες και σχολεία και να δημιουργούνται υποδομές εκ του μηδενός. Μετά τη δεκαετία του 1960 οι προσφυγικοί συνοικισμοί μεταμορφώθηκαν σε κανονικές συνοικίες της πόλης με όλα τα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, την τυπική πολυκατοικία και την έλλειψη κοινόχρηστων χώρων.
Πρώτο μέλημα των προσφύγων στα νέα τους σπίτια, ο αγιασμός, ως επιστέγασμα της καινούργιας αρχής.
Μέσα στα όρια της κεντρικής περιοχής της πόλης υπήρχαν οι συνοικισμοί Άνω πόλης, Άγιος Παύλος, Ιασωνίδου (μεταξύ Ευαγγελίστριας - Αγίου Παύλου), Σαράντα Εκκλησιών, Παύλου Μελά (μεταξύ ισραηλιτικών νεκροταφείων και Σαράντα Εκκλησιών), Αγίας Φωτεινής, Άνω Τούμπας, Χαριλάου, Τριανδρίας.
Ανατολικά της πόλης ιδρύθηκαν της νέας Μουταλάσκης (επί της τότε Αθηνών, σημερινής Παπαναστασίου), 2. του Αγίου Νικολάου (Χαμδή Μπέη), 3. της Οσίας Ξένης, 4.της Νέας Καισάρειας, 5. των τροχιοδρομικών προσφύγων, 6. της Νέας Τούζλας, 7. του Παραδείσου, 8. των δημοσιογράφων, 9. των τροχιοδρομικών και ηλεκτροτεχνιτών, 10. του Βυζαντίου, όπου κατοίκησαν αστοί από την Κωνσταντινούπολη με την ίδρυση οικοδομικού συνεταιρισμού και 11. Στυλιανού Γονατά (Κάμπελ, αργότερα Ναυάρχου Βότση), 12. Καλαμαριάς, 13. Αρετσούς, 14. Ξηροκρήνης, 15. Κατιρλή, 16. το Κουρί, 17. η συνοικία Δέρκων και 18. η Νέα Κρήνη.
Δυτικά και βόρεια της πόλης ιδρύθηκαν συνοικισμοί στο Καΐστριο Πεδίο, Τρωάς, Τυρολόης, Ικονίου, Καλλιθέας (η παλιά συνοικία Μεβλέ Χανέ με τον Τεκέ των Μεβλεβή Δερβίσηδων), του Ρήγα Φεραίου, του Κολοκοτρώνη, των Συκεών, νέου Βοσπόρου (με αστούς πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη), η Επτάλοφος και οι Αμπελόκηποι. Ακόμη πιο δυτικά βρισκόταν οι συνοικισμοί της Νέας Μενεμένης, Χάρμαν Κιοί (Ελευθέρια), του Νέου Κουκλουτζά (Εύοσμος). Βόρεια έξω από τα όρια της πόλης αναπτύσσονταν οι συνοικισμοί Λεμπέτ Τσιφλίκ (Ευκαρπία), της Πολίχνης (πρόσφυγες από τα χωριά του Καυκάσου και της περιοχής του Καρς), Ζέιτενλίκ (Τερψιθέας, Σταυρούπολης), της Νεάπολης (πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τη Νεάπολη της Καππαδοκίας), η Σταυρούπολη, Αναγέννησης, Ροδοχωρίου και Παύλου Κουντουριώτη.
“Βγάλαμε επιτροπή και γύρισε διάφορα μέρη να βρουν ένα καλό χωριό. Πήγαμε στα Γρεβενά, όπου μείναμε πέντε μέρες. Μετά σκορπίσαμε στα γύρω χωριά. Εδώ στο Βατόλακκο (Κοζάνη) ήρθαμε το 1925. Οι πιο πολλοί βρίσκονται στο χωριό Φυλή των Γρεβενών.
Δόξα τω Θεώ, καλούτσικα περνάμε εδώ. Έχουμε γεωργία, κάνουμε καπνά, σταφύλια. Τα παιδιά μας μαθαίνουν γράμματα. Δεν έχουμε πια εκείνο το φόβο των Τούρκων”
“Στο Νέο Ρύσιο ήρθαμε το ‘23. Μας έδωσαν από 100 φράγκα και κόψαμε πληθιά, για να χτίσουμε τα σπίτια μας. Εδώ δεν είχε τίποτα. Ήταν χωράφια με μπαμπάκι. Εμείς, μόνοι μας τα φτιάξαμε. Αλλά μας έφεραν βοήθεια. Ξυλεία, κεραμίδια, τρόφιμα, στάρια… Τα σπίτια του εποικισμού.
Πρόδρομος Εβρενιάδης από τα χωριά Χοστσά της Καππαδοκίας κοντά στα Φάρασα. Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τόμ. Β', σ. 341.
Στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Θεσσαλονίκης χτίστηκαν και λειτούργησαν εκκλησίες και σχολεία, ενώ σε κάποιους συνοικισμούς όπως της Τούμπας (Μαλακοπή) παρεχόταν επίσης ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από τοπικά-δημοτικά ιατρεία που ήταν εγκατεστημένα στο συνοικισμό. Σταδιακά δημιουργήθηκαν αθλητικοί και κοινωνικοί σύλλογοι, ωδεία και χοροδιδασκαλεία.
Οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης μέσα στους συνοικισμούς καθιστούσε τα συσσίτια κάτι παραπάνω από αναγκαία για τους άπορους και τους μαθητές. Οι μετακινήσεις από και προς τους συνοικισμούς γινόταν με τραμ, λεωφορεία, με ποδήλατα, κάρα και ζώα, αλλά κυρίως πεζή.
Η ύδρευση σχεδόν στο σύνολό των συνοικισμών, γινόταν από δημόσιες κρήνες που ήταν τοποθετημένες σε κοινόχρηστους χώρους. Ο ηλεκτροφωτισμός τους, με περισσότερη η λιγότερη επάρκεια, παρεχόταν από τα τρία εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη, ενώ κάποιοι οικισμοί που δεν είχαν καθόλου ηλεκτρικό ρεύμα, φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου (Άνω Λεμπέτ, Αναγέννησης, Νέας Ευκαρπίας).
Ιατρικός σταθμός
"Αργότερα, όταν άρχισε να οργανώνεται ο Επικοισμός από το κράτος και να δίδονται διάφορες ενισχύσεις, αρχικά σε σιτάρι κι όσπρια για διατροφή. Μετά έγινε διανομή κτημάτων και χορήγηση ζώων και σπόρων για καλλιέργεια. "
- Σταύρος Τσιροζίδης, Το Χωριό μου Τσίτα στα Σούρμενα του Πόντου, Αφοί Κυριακίδη
Εκπαίδευση
Οι πρόσφυγες εκτός από τα απαραίτητα για να επιβιώσουν έπρεπε να φροντίσουν και για τη μόρφωση των παιδιών τους. Το σοβαρό πρόβλημα της εκπαίδευσης των προσφυγοπαίδων στη Θεσσαλονίκη αντιμετωπίστηκε μέσω της ίδρυσης σχολείων και ορφανοτροφείων.
Το σημερινό 2ο Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο Καλαμαριάς είναι το πρώτο που ιδρύθηκε στην περιοχή με την ονομασία Δημοτικό Σχολείο Καλαμαριάς. Λειτούργησε για πρώτη φορά το 1921-22 με πρόσφυγες μαθητές από τον Πόντο, Τη Μ. Ασία, την Ανατολική Θράκη, την Νότια Ρωσία και την Κεντρική Μικρά Ασία. Στεγάστηκε στην αρχή μέσα σε παράγκα και το 1925 μετακόμισε σε έναν ξύλινο προσφυγικό θάλαμο το λεγόμενο «Κόκκινο Σχολείο» (εικόνα 1).
Το 1926 ιδρύεται «ο Αριστοτέλης», το Εθνικό Ίδρυμα Προστασίας Απόρων Παίδων Μακεδονίας. Το ίδρυμα περιέθαλπτε παιδιά που βρέθηκαν ορφανά ή άπορα στα μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια. Από το 1950 λειτούργησε στο ίδρυμα Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων με τμήματα μηχανολογικού, ξυλουργικής και επιπλοποιίας και ηλεκτρομηχανικών. Μάλιστα, η τεχνική σχολή του Αριστοτέλη θεωρούνταν από τις καλύτερες στη χώρα. Η επαγγελματική εκπαίδευση εξασφάλιζε στα ορφανά προσφυγόπουλα ένα σημαντικό «εισιτήριο» στην αγορά εργασίας. Το ορφανοτροφείο διέκοψε τη λειτουργία του το 1983 (εικόνα 2).
Το πρώτο σχολείο που ιδρύθηκε στην περιοχή της Άνω Τούμπας το 1923 βρίσκονταν στην αυλή του Ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος». Ήταν φτιαγμένο από τους χιλιάδες τενεκέδες κηροζίνης, του οποίους άφησαν οι σύμμαχοι από τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1936 το σχολείο μεταφέρεται στη συμβολή των οδών Πυλαίας 1 και Βιζύης στην Κάτω Τούμπα (εικόνα 3).
Το σωματείο “Προσφυγικός Φοίνιξ” και η συμβολή του στην εκπαίδευση των γυναικών
Το 1924 ιδρύεται από την Ελένη Καραϊωσηφίδου το φιλανθρωπικό σωματείο ”Προσφυγικός Φοίνικας”. Το σωματείο ασχολήθηκε με ”τη διανομή θρεπτικού φαγητού εις όλους τους έχοντας ανάγκην πρόσφυγας και εντοπίους”. Το σωματείο ήταν μία πολύ δραστήρια οργάνωση, που έκανε τη διαφορά στο ζήτημα της κοινωνικής πρόνοιας στη Θεσσαλονίκη.
Μέχρι το 1932 ιδρύθηκαν 34 παραρτήματα οργανώνοντας 36 δημοτικά συσσίτια, εκ των οποίων 16 σε προσφυγικούς συνοικισμούς. Καθημερινά διένειμαν ακόμα και 35.300 μερίδες ψωμιού και απασχολούσαν έως και 400 γυναίκες.
Ο Φοίνικας δεν ήταν ένας απλός φιλανθρωπικός σύλλογος. Η παροχή αλληλεγγύης στόχευε συνειδητά στην ενδυνάμωση των ανθρώπων, ώστε «να δοθούν στην κοινωνία ως χρήσιμα και υγιή άτομα». Το 1938 ιδρύεται η Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή του Φοίνικα, προκειμένου οι μαθήτριες, κυρίως πρόσφυγες, πέρα από τη σίτισή τους, να λάβουν επαγγελματική κατάρτιση και να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή συμμετοχή στη ζωή. Η δραστηριότητα αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1939, οπότε και το σωματείο καταργήθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά.
Η διαφοροποιημένη κοινωνική προέλευση των προσφύγων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εγκατάστασή τους. Τα αστικής προέλευσης στρώματα εγκαταστάθηκαν σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, ενώ τα αγροτικής προέλευσης, στην πλειοψηφία τους (αν και στη συνέχεια αποτέλεσαν τον κύριο εργατικό δυναμικό της βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής) στους γεωργικούς και κτηνοτροφικούς οικισμούς. Ο αστικός προσφυγικός πληθυσμός με τα μικρά δάνεια που κατόρθωσε να πάρει από την Τράπεζα των Προσφύγων για επαγγελματική αποκατάσταση, ζωντάνεψε την προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη και συνέβαλε στην εκβιομηχάνιση της Μακεδονίας, που ως τότε ήταν κυρίως αγροτική περιοχή. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους τις επιχειρηματικές τους ικανότητες και τις οικονομίες τους, τις οποίες επενδύσανε σε διάφορους αναπτυξιακούς τομείς.
Είναι γεγονός ότι το 1932 στους μεγάλους συνοικισμούς της Τούμπας, Καλαμαριάς, Νεάπολης και Ξηροκρήνης υπήρχαν καταστήματα και επαγγελματική δραστηριότητα, που δηλώνει την ύπαρξη μιας τοπικής αγοράς μέσα στους συνοικισμούς. Στην Τούμπα μάλιστα αναπτύχθηκε η ταπητουργία και στην Τριανδρία η κατασκευή και πώληση στην κεντρική αγορά της πόλης παντοφλών. Ανάλογες επαγγελματικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν και στους υπόλοιπους προσφυγικούς συνοικισμούς, με σκοπό την κάλυψη των καθημερινών βασικών αναγκών των προσφυγικών οικογενειών. Στην δεκαετία 1922 - 1932 ο αριθμός των βιομηχανιών υπερδιπλασιάστηκε. Οι πρόσφυγες αποτέλεσαν φτηνό εργατικό δυναμικό στις νέες βιομηχανικές μονάδες που δημιουργήθηκαν. Το εμπόριο πέρασε σταδιακά στα χέρια των Μικρασιατών που με το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο εντατικοποίησαν την αγορά, που έως τότε προσπαθούσε να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες του καταναλωτικού κοινού.