Η “προσφυγική” ταυτότητα
Οι έλληνες της Μικράς Ασίας καταφεύγουν στην Ελλάδα υπό τη σκληρή ιδιότητα του πρόσφυγα, που είναι συνυφασμένη με τον βίαιο και αναγκαστικό εκτοπισμό από την πατρίδα τους, για λόγους κυρίως θρησκευτικούς. Η ορθόδοξη πίστη, άλλωστε, αποτελεί τον πυρήνα της ταυτότητάς τους.
Το ελληνικό κράτος δημιουργεί ένα θεσμικό πλαίσιο για την υποδοχή και αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, που τους καθιστά ως μια αναγνωρίσιμη κοινωνική και πολιτική ομάδα στο εσωτερικό του. Κατά αυτό τον τρόπο, μετουσιώνεται η προσφυγική ιδιότητά τους σε κοινωνική και πολιτική ταυτότητα.
Η ελληνική κοινωνία, στην οποία καλούνται να ενταχθούν οι προσφυγες, είναι μία κοινωνία συντηρητική. Οι γλωσσικές, θρησκευτικές ιδιομορφίες, τα έθιμα και οι εκδηλώσεις των προσφύγων δεν γίνονται εύκολα αποδεκτά από τους ντόπιους, που σε κάποιες περιπτώσεις φτάνουν να αμφισβητούν την ελληνικότητά τους. Παράλληλα, οι πρόσφυγες είχαν ως πληθυσμιακή ομάδα και οι ίδιοι εσωτερικές ανομοιογένειες, ως προς τη γλώσσα, τις παραδόσεις, τον τρόπο ζωής, γεγονός που κάνει ακόμα πιο σύνθετη την ομαλή ενσωμάτωσή τους, ανεξάρτητα από την ευρύτερη αντιμετώπισή τους ως μια ενιαία κατηγορία πολιτών, υπό τον όρο “πρόσφυγες”.
Πολιτικά οι πρόσφυγες συντάσσονται στο πλευρό του Βενιζέλου με το κόμμα των Φιλελευθερων, γεγονός που αμβλύνει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις με τον ντόπιο πληθυσμό. Στην Παλαιά Ελλάδα οι οπαδοί της μοναρχίας θεώρησαν τον Βενιζέλο και τους πρόσφυγες ως υπεύθυνους για την εκδίωξη της βασιλικής οικογένειας.
Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το ελληνικό κράτος πέτυχε την εθνική ομοιογένεια μέσα στα εδάφη του, σχεδόν για πρώτη φορά. Τα ποσοστά της σύστασης του πληθυσμού την τετραετία 1920 - 1924, ανέρχονται από το 80,75% του 1920, στο 93,83% του 1924.
Προσφυγικά βιβλιάρια πιστοποιούν τη νέα ταυτότητα και επικυρώνουν τη νομιμότητά της.
Οι εικόνες και η χάρη των αγίων τους, που τους είχαν συνοδεύσει στη δύσκολη μετάβαση στην νέα τους πατρίδα και από τις οποίες αντλούσαν θάρρος, δύναμη, κουράγιο, ακολουθούν και ενδυναμώνουν τα βήματά τους στη νέα πατρίδα.
Η Εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου φιλοτεχνήθηκε κατά τα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα. Επειδή οι πρόσφυγες κατά την βίαιη έξοδό τους από την αλησμόνητη πατρίδα δεν μπόρεσαν να συμπεριλάβουν το ιερό κειμήλιο, μια ολιγομελής ομάδα Σαρανταεκκλησιωτών με επικεφαλής τον Δ. Καβάφη επέστρεψε μετά από 4 ή 5 χρόνια αναζητώντας την εικόνα για να την μεταφέρει στη νέα διαμονή της. Τότε διαπίστωσαν ότι ο Ναός είχε καταστραφεί και η εικόνα χρησιμοποιούνταν ως σκέπαστρο πηγαδιού στο περιβόλι του τοπικού άρχοντα. Με την καταβολή 100 χρυσών λιρών τους δόθηκε η άδεια να την παραλάβουν και να την μεταφέρουν στην Ελλάδα. Με πολλούς κινδύνους αλλά και θερμή πίστη η Εικόνα έφτασε, συντηρήθηκε και εγκαταστάθηκε με δοξολογίες, δεήσεις και αγρυπνίες αρχικά στον παλαιό μικρό Ναό και αργότερα στον Κεντρικό νέο Ναό. Έκτοτε οι ενορίτες και οι προσκυνητές τιμούν και ευλαβούνται την Ιερά Εικόνα, καταφεύγοντας στην Χάρη Της σε κάθε δύσκολη περίσταση της ζωής.
"Δεν υπήρχαν τίποτα. Τα πράγματα που φορτώσαμε ούτε τα είδαμε ούτε τίποτα. Ότι είχαμε στα χέρια μας. Η μάνα μας, να την δείτε την Παναγία μας, είχε την Παναγία αγκαλιά. Και την .. Την κόνεψε (?) στην αγκαλιά. Σ ένα δέμα μεγάλο. Εδώ…τριών χρονών και ήταν μεγάλη, βαριάτικα. Και την Παναγία τυλιγμένη με κάτι άλλα ψιλοπράγματα.“
- Σιμιτόπουλος Δημήτρης, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, Δήμου Καλαμαριάς
Το κατά κύριο λόγο υψηλό μορφωτικό επίπεδο των προσφύγων ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς τους. Φωτογραφικό υλικό από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που μαθητεύσανε, αποτυπώνουν και αυτή την πτυχή της ήδη διαμορφωμένης ταυτότητά τους.
« Τα πρώτα γράμματα έμαθον εις το Σχολείον της πατρίδος μου. Το Σχολείον αυτό ήτο έν επιβλητικόν κτίριον, αλλ΄είχε έναν μόνον Διδάσκαλον , καίτοι διηρείτο εις έξ τάξεις. Εννοείται ότι των μικροτέρων τάξεων τα παιδιά εδιδάσκοντο από τους μαθητάς των ανωτέρων τάξεων. . Ο διδάσκαλος είχε φοιτήσει μέχρι της έκτης γυμνασιακής τάξεως της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Ό, τι είχε διδαχθεί εις τα ελληνικά και τα μαθηματικά το εδίδασκε εις τας ανωτέρας τάξεις του Σχολείου του χωριού μας. Χωρίς να διδαχθώμεν Ξενοφώντα ή άλλους συνγγραφείς, ως συνέβαινε εις Σχολαρχεία, ηκούσαμεν Δημοσθένη και μάλιστα ως ενθυμούμαι τον περί στεφάνου λόγον του, που είναι ο δυνατώτερος εξ όλων των έργων του ρήτορος».
- Ειρηναίος, μετέπειτα Μητροπολίτη Σάμου. (Περιγράφει τα πρώτα του σχολικά χρόνια στο Κατιρλί.) Σε δυο Πατρίδες. Από το Κατιρλί της Προποντίδας στο Νέο Κατιρλί. Μια ιστορική προσέγγιση μέσα από τις μνήμες, Σοφούλειο 14 Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης
Διατηρώντας τη γλώσσα και τη διάλεκτό τους, ως ηχητική ανάμνηση του τόπου τους, στοιχείο που προσθέτει και αυτό στη νέα διττή τους ταυτότητα.