Το Προσφυγικό Κύμα
Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη άρχισαν να καταφθάνουν στο ελληνικό κράτος σε μεγάλους αριθμούς ήδη από το 1915, όταν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου η Οθωμανική Αυτοκρατορία θεώρησε ότι οι χριστιανικοί πληθυσμοί που ζούσαν στα εδάφη της θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον της και πήρε βαριά μέτρα καταστολής. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες γύρισαν στις πατρίδες τους μετά το 1919, αλλά εγκατέλειψαν και πάλι τη Μικρά Ασία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Από τον Αύγουστο του 1922 κ.ε. οι ελληνικοί πληθυσμοί άρχισαν να εκκενώνουν τα εδάφη τους ακολουθώντας τον ελληνικό στρατό. Μετά την ανακωχή των Μουδανιών στις 25.09/8.10.1922 εκκενώθηκε από τον ελληνικό πληθυσμό η ανατολική Θράκη. Η σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών υπογράφηκε το 1923 και καθόρισε ως κριτήριο ανταλλαγής το θρήσκευμα. Έτσι αναχώρησαν από τη Μικρά Ασία για την Ελλάδα όσοι ελληνορθόδοξοι παρέμεναν μέχρι τότε στον Πόντο, την Καππαδοκία και Ανατολία. Επίσης από το 1919 έως το 1921 μετακινήθηκαν στην Ελλάδα πολλές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου θύματα του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου.
Σύμφωνα με την απογραφή του ελληνικού κράτους το 1928 οι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα πρόσφυγες ανέρχονταν σε 1.221.849 άτομα. Οι περισσότεροι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Καύκασο και τον Πόντο έφθασαν στην Ελλάδα με πλοία. Πολλοί, καθώς ήταν άρρωστοι ή ταλαιπωρημένοι, δεν άντεξαν το ταξίδι και πέθαναν στη διαδρομή. Οι πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη πέρασαν τον Έβρο είτε με τρένα είτε με τα πόδια και με ζώα σε μεγάλες φάλαγγες. Οι Μικρασιάτες και οι Πόντιοι αποβιβάστηκαν στη Λήμνο, τη Σύρο, τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, το Φάληρο, την Καβάλα, το Βόλο και την Πρέβεζα.
Βαλίτσες, μπαούλα, μπόγοι και ψυχές στοιβάζονται στο καράβι της προσφυγιάς. Συγκεντρώνονται γύρω από το πιθάρι για να ξεδιψάσουν. Με καραβάνια άλλοι ή πεζοί σε μια πορεία γεμάτη κακουχίες.
“Εμείς εδώ δε φέραμε καλά - καλά τους ανθρώπους μας…Σ΄εκείνα τα μέρη αφήσαμε τις ψυχές μας,...”
- Ευαγγελία Μπουρλίνου - Μπισδικοπούλου (Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς)
« Συγκεκριμένα θυμάμαι είχα διψάσει, να πούμε δεν είχε νερό, να πούμε το πλοίο τόσος κόσμος, να πούμε το νερό..οι δεξαμενές τελείωσαν, το νερό δεν μπορούσαμε, σπατάλη, να πούμε να πλυθούμε, να κάνουμε..Τελείωσε το νερό, δεν είχε νερό και είχα διψάσει πολύ και είχα ένα..ένα μπακιράκι με το χερούλι και το δένω με ένα σχοινάκι και το ρίχνω από το φινιστρίνι έξω με το σχοινί και γιομίζει θάλασσα να πιο νερό. Και το τραβάω, να πούμε το μπακιράκι στη θάλασσα μέσα….το βάλα μέσα, κάνω να πιω νερό ΠΑΑΑΑ αλμυράδα τώρα……..αλλά τι να το πιω το νερό…..Αλλά υπήρχε και μεγάλη δίψα….Υπήρχε μεγάλη δίψα όμως…»
-Γεώργιος Μάλαμα (Παραχώρηση ΙΑΠΕ)
Κλειδιά από τα σπίτια στα οποία ελπίζουν να γυρίσουν, κούκλες και χρυσαφικά, προσωπικά αντικείμενα, σύνεργα της δουλεία τους. Κάθε ένας κουβαλά ότι θεωρεί πιο πολύτιμό από τα θραύσματα της ζωής του.
“...Όταν φύγαμε από την Ταρσό, πήραμε λίγα πράγματα μαζί μας. Τ’απαραίτητα. Μερικά παπλώματα, στρώματα, τεντζερέδες [τσουκάλια], μαξιλάρια. Νοικιάσαμε αραμπάδες ως τη Μερσίνα και κουβαληθήκαμε. Τι να πάρεις και τι ν’ αφήσεις; Δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε τα σπίτια!”
- Γεώργιος Δημητριάδης από την Ταρσό (Χριστάνκιοϊ), 08.04.1965. Από το βιβλίο, Η Έξοδος, τ. Β΄: Μαρτυρίες από τις επαρχίες της νότιας και κεντρικής Μικρασίας, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα, 1982
Το πολυτραγουδισμένο λιμάνι της Σμύρνης δεν υπάρχει πια. Οι στάχτες καλύπτουν τις αναμνήσεις μιας κοσμοπολίτικης και πολύβουης πόλης γεμάτης, ήχους, μυρωδιές, γεύσεις και χρώματα. Η Σμύρνη, ένας σημαντικός εμπορικός κόμβος, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αποτέλεσε κοιτίδα πολλών λαών και πολιτισμών, στην οποία υπερίσχυε το ελληνικό στοιχείο. Ένας αιώνας έχει περάσει από τότε που η πόλη τυλίχτηκε στις φλόγες και η προκυμαία βάφτηκε με το αίμα των προσφύγων. Το χειρότερο από όλα, όπως αναφέρει ο παγκόσμιος λογοτέχνης, Henry Miller, “ Σμύρνη σβήστηκε από την παγκόσμια μνήμη”.
Σμύρνη πού είχες εμορφιές
με πλούτη και με χάρη,
αχ Σμύρνη μου φιλόξενη
ήσουν κρυφό καμάρι.
Μπουνάρμπασι με τις ροδιές
κι εσύ αχ! Κοντζαγάκι,
πως να ξεχάσω τις δροσιές
και τ’ όμορφο νεράκι.
Μπουτζά, Μπουρνόβα, Κορδελιό,
με τ’ άνθη στολισμένα,
κι εσείς Βούρλα, Σεβντίκιοϊ,
που `σαστε ξακουσμένα.
Σμύρνη με τα περίχωρα,
ευλοημένη χώρα,
τα πλούτη σου και τα καλά
τα ρήμαξε η μπόρα.
-Καλλιτέχνης: Μηττάκη Γεωργία, Συνθέτης: Παντελίδης Σταύρος, Στιχουργός: Παντελίδης Σταύρος, Είδος μουσικής: Παραδοσιακό, Έτος Κυκλοφορίας: 1935
«Πριν φύγομε στρώσαμε ένα μεγάλο τραπέζι το πρωί, για να φάμε όλοι μαζί οι συγγενικές οικογένειες που απομείναμε. Οι χανούμισσες μας χαιρετούσαν κλαίγοντας. Μετά πήγα με τον αδερφό μου στο αμπέλι μου κι ήπιαμε για τελευταία φορά νερό. Εγώ έκλαιγα και ο αδερφός μου μού είπε να μην στεναχωριέμαι γιατί κι εκεί που θα πάμε κάτι θα βρούμε. Ακόμη θυμάμαι το αμπέλι μου, δίπλα στα χωράφια μου και τον κήπο. Ήταν τόσο καθαρά! Σαν σκουπισμένα. Όποιος περνούσε απ’ το δρόμο στεκόταν και το καμάρωνε.
Αφήσαμε το τραπέζι μας όπως ήταν μετά το φαγητό για να φύγουμε. Τι να κάνομε; Να τα παίρναμε μαζί μας; Είχαμε ένα άλογο κι ένα σκυλάκι – Καρσί Καγιά το λέγαμε. Ο αδερφός μου σκέφτηκε να τα δώσει σε έναν Τούρκο. Τι να κάνομε; Να τα πουλούσαμε; Ποιος να τ’ αγοράσει; Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να φύγομε, δίνει τα ζώα στον Τούρκο και ξεκινάμε. Πιστεύεις, παιδί μου, πως τα μάτια του αλόγου έτρεχαν; Σαν άνθρωπος έκανε, έτρεχε πίσω από τον αδερφό μου, και το σκυλί μας. Τρεις άντρες συγκράτησαν το ζώο να μη μας ακολουθήσει».
- Δέσποινα Τσαλίκογλου, Από το βιβλίο, Η Έξοδος, τ. Β΄: Μαρτυρίες από τις επαρχίες της νότιας και κεντρικής Μικρασίας, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα, 1982